- μεθαιμοσφαιριναιμία
- ηιατρ. παθολογική συγκέντρωση μεθαιμοσφαιρίνης στα ερυθρά αιμοσφαίρια σε ποσότητα άνω τών 1,50 γραμμαρίων ανά λίτρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεθαιμοσφαιρίνη — Παράγωγο της αιμοσφαιρίνης, στο οποίο το ιόν του σιδήρου είναι οξειδωμένο από τη μορφή Fe2+, με την οποία απαντάται φυσιολογικά, στη μορφή Fe3+. Η μ. έχει καστανοκόκκινο χρώμα και δεν έχει την ικανότητά να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς, λόγω… … Dictionary of Greek